καταπολεμάω

καταπολεμάω
καταπολεμάω / καταπολεμώ (παρατατ. -ούσα), καταπολέμησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπολεμώ — καταπολεμάω / καταπολεμώ (παρατατ. ούσα), καταπολέμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε ώμαι (βλ. π.χ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπολεμώ — και καταπολεμάω καταπολέμησα, καταπολεμήθηκα, καταπολεμημένος 1. κατανικώ, κατασυντρίβω, κατατροπώνω: Τον καταπολέμησαν τον εχθρό στην ίδια του τη χώρα. 2. ενεργώ εντατικά εναντίον κάποιου, αντιπολιτεύομαι: Θα τον καταπολεμήσω στις εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”